ἄστυ

ἄστυ
ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων)
1 city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) O. 7.76 φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) O. 9.42 ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth O. 13.61φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene P. 4.15

ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας P. 4.260

ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.56

ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes N. 4.23 πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) N. 10.5 νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) N. 10.41 ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina I. 6.69

ὧραί τε Θεμίγονοι [πλάξ]ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Pae. 1.7

τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) Pae. 4.32 ]

ἄστεϊ κτεάν[ Pae. 21.15

θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄστυ — town neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Νέον Άστυ — Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1901 και κυκλοφόρησε έως το 1907 με διευθυντή τον Δημ. Κακλαμάνο. Έπειτα τη διεύθυνση ανέλαβε ο Γερ. Πετροβίκης, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1919 …   Dictionary of Greek

  • ἄστει — ἄστυ town neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄστυ town neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστη — ἄστυ town neut nom/voc/acc pl ἄστυ town neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστυλον — ἄστῡλον , ἄστυλος without pillar masc/fem acc sg ἄστῡλον , ἄστυλος without pillar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖν — ἄστυ town neut gen/dat dual (attic epic doric) ἀστός townsman masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέων — ἄστυ town neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀστή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστύλου — ἀστύ̱λου , ἄστυλος without pillar masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστύλῳ — ἀστύ̱λῳ , ἄστυλος without pillar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστῶν — ἄστυ town neut gen pl (attic epic doric) ἀστή fem gen pl ἀστός townsman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”